μαρμιτόνι

μαρμιτόνι
το
υπάλληλος μαγειρείου που ασχολείται με το πλύσιμο τών σκευών και τών πιάτων, αλλά και με άλλες εργασίες καθαριότητας, παραμάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmiton «παραμάγειρος» < marmite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”